- ἐνουλίζομαι
- ἐνουλίζομαι, [voice] Pass.,A to be curly, of hair, Aristaenet.1.1, Alciphr.Fr. 5.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενουλίζομαι — ἐνουλίζομαι (Α) [ένουλος] (για μαλλιά) είμαι ή γίνομαι ούλος, σγουρός … Dictionary of Greek
ενουλισμός — ἐνουλισμός,.ο (Α) [ενουλίζομαι] το κατσάρωμα τών μαλλιών … Dictionary of Greek